- Κεκρόπιοι
- ΚέκροψCecropianmasc nom/voc plΚεκρόπιοςCecropianmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεκρόπιος — Κεκρόπιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι οι Αθηναίοι 3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία α) η Αθήνα β) δήμος τής αρχαιότατης Αττικής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον τμήμα… … Dictionary of Greek